Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Κουτί.

Έχω δύο μουσικές επιλογές οι οποίες συνοψίζονται ως εξής:
1.


2.

*προτείνω ανεπιφύλακτα την δεύτερη.

“Μπλέκεσαι κάτι Σάββατα που πάω ν' ανασάνω”, δυσφορώ και αυτή η δυσφορία προέρχεται εξαιτίας σου. Το μυαλό μου έχει γίνει συρματόπλεγμα, τόσο μπερδεμένο και οι σκέψεις σαν σίδερα τόσο δυνατές, δεν μπορώ εύκολα να τις ξεριζώσω.

Έχω μπροστά μου ένα τεράστιο τροπικό δάσος, με πολλά και γέρικα δέντρα, έχουν τεράστιους κορμούς και τόσο πυκνό φύλλωμα που το φως του ήλιου δεν μπορεί να φτάσει στο έδαφος. Εγώ όμως ξέρεις τι κάνω; Έχω επικεντρωθεί στο δέντρο και έχω ξεχάσει το δάσος. Μου έχουν δώσει το απεριόριστο να κάνω ότι θέλω μέσα στο δάσος, όμως εγώ έχω επιλέξει εκείνο το δεντράκι, κάθομαι στο πλάι του, του ρίχνω νερό, το φροντίζω, όταν έχει αέρα το προστατεύω, βάζοντας στηρίγματα στον κορμό του, έτσι ώστε να μην λυγίσει και σπάσει. Στο πολύ κρύο προσπαθώ να το κρατάω ζεστό, ενώ αντίθετα στην ζέστη, εγώ φροντίζω για την ενυδάτωση του.

Κάπως έτσι είναι και η ζούγκλα του μυαλού μου. Έχω φτιάξει ένα κουτί και ζω μέσα σε αυτό. Έχω χρωματίσει στα πλαινά, τους υποτιθέμενους τοίχους, παράθυρα τα οποία βλέπουν σε ηλιόλουστα τοπία, υποτιθέμενα και αυτά, και στο ταβάνι του κουτιού, έχω χρωματίσει έναν γαλάζιο ουρανό με έναν υποτιθέμενο ήλιο. Για τις νύχτες έχω φτιάξει ένα μουσαμά με χρώμα μπλε σκούρο, με μικρά αστεράκια, σαν αυτά που είχαμε στο παιδικό μας δωμάτιο και έφεγγαν την νύχτα. Ζω σε αυτό το κουτί, απομονωμένος, μακριά από συγκινήσεις που μπορεί να χαλάσουν ή να σκεπάσουν τις ήδη υπάρχουσες. Θέλω να ζω μόνο με αυτές. Με τις παλιές μου αναμνήσεις. Αυτές αποτελούν την μοναδική πηγή χαράς τον τελευταίο καιρό.

Υπάρχουν βέβαια και στιγμές που επανέρχομαι στην πραγματικότητα, βγαίνω από το κουτί μου, αφήνω το μικρό μου δεντράκι και χαίρομαι το δάσος, χαίρομαι την ζωή στον δρόμο, την συναναστροφή με τους ανθρώπους, την πόλη, τα απλά και καθημερινά πράγματα. Γίνομαι πάλι ο εαυτός μου, ο χαρούμενος όμως. Και τότε διαπιστώνω την παθητικότητα που με έχει τυλίξει με τον όμορφο μανδύα της και ξέρεις πόσο με θλίβει αυτή η παθητικότητα; Πολύ. Αν με έβλεπες έτσι τι θα ελεγες; Θα έκανες το καραγκιοζάκι για να με συνεφέρεις.

Και εκείνη ακριβώς την στιγμή κάνω το λάθος. Και μονομιάς επιστρέφω στην απομόνωση. Αυτή που μόνος μου δημιούργησα. Την γέννησα, την μεγάλωσα, την έθρεψα και εγώ ο ίδιος της έδωσα το δικαίωμα να με κάνει ότι θέλει. Και εκείνη είναι γλυκιά και όμορφη. Με πιάνει απο το χέρι και με οδηγεί στο δωμάτιο της. Με κάνει δικό της. Και όταν ξυπνάω βρίσκομαι στο κουτί μου. Ξανά. Με τον υποτιθέμενο ήλιο να λάμπει στο υποτιθέμενο ταβάνι και εκείνη να χαζεύει το υποτιθέμενο τοπίο, από το υποτιθέμενο παράθυρο.  

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Καυτά και λυτρωτικά.

Απόψε θα με συνοδεύσει ο Moby


Χθες το βράδυ με ακολούθησε ως το κρεβάτι.

Ήρθε και ξάπλωσε μαζί μου, με φίλησε για καληνύχτα, με σκέπασε και ίσως με αγκάλιασε, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, απλά η παρουσία του ήταν έντονα αισθητή. Προσπαθούσε μέρες τώρα να με πλησιάσει αλλά έβρισκα διάφορες δικαιολογίες για να τον αποφύγω, να τον κάνω να αλλάξει γνώμη, μα χθες με βρήκε εντελώς απροετοίμαστη.

Και τελικά πήρε αυτό που ήθελε.

Με κράτησε για ώρες με τα μάτια ανοιχτά, ξάγρυπνα και τους παλμούς μου να χτυπάνε κόκκινο. Ο θυμός, γι αυτόν μιλάω. Μπορώ να πω πως δεν έρχεται συχνά πια, μα όταν έρχεται με αναστατώνει. Σαν χθες. Μου κλείνει τα μάτια με ένα αθώο, λευκό μαντήλι και κάποιες φορές, το δένει τόσο σφιχτά, που νομίζω πως θα γίνει ένα με τις οφθαλμικές κόγχες. Αισθάνομαι τους παλμούς μου να χτυπάνε στους κροτάφους και να με κυριεύει εκείνο το αίσθημα, να με κρατά σε εγρήγορση και να έχω μια ένταση αδυνατώντας να την διοχετεύσω οπουδήποτε.

Και μετά, αφού έχει πάρει αυτό που θέλει, λύνει το μαντήλι, οι παλμοί επιστρέφουν στο κανονικό, η ένταση εξαφανίζεται, με φιλάει γλυκά και με αφήνει να κοιμηθώ, ψιθυρίζοντας μου πως θα ξανάρθει. Μα είμαι εξαντλημένη για να του φέρω την οποιαδήποτε αντίρρηση. Εξαντλημένη ψυχικά.

Απόγνωση.

Άλλες πάλι με οδηγεί να κάνω ανεξήγητα πράγματα. Όπως προχθές. Με οδήγησε στο αμάξι και με έστειλε στην πιο μακρινή θάλασσα, έτσι ώστε αν με αναζητήσεις, να μην μπορέσεις πρακτικά να με βρεις. Αυτό δεν ξέρω αν όντως το σκέφτηκε εκείνος. Ίσως το σκέφτηκα εγώ. Δηλαδή έστω και αν με αναζητήσεις, να μην μπορώ να ανταποκριθώ, τουλάχιστον σύντομα.

Μίλησες για παράνοια;

Έφτασα σε εκείνη την θάλασσα και πάρκαρα. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Έβγαλα τα ρούχα και έμεινα με τα εσώρουχα. Η θάλασσα με κοιτούσε και ήταν αγριεμένη. Προσπαθούσα να καταλάβω αν τα είχε βάλει μαζί μου, μαζί σου ή και με τους δυο μας. Κανονικά εγώ θα 'πρεπε να μουν αγριεμένη μαζί της. Μου χρωστούσε το καλοκαίρι μας. Την κοίταξα και άρχισα να βαδίζω προς το μέρος της με γοργό βήμα. Από την στεγνή, έφτασα στην βρεγμένη άμμο, εκεί που μόλις σκάει το κύμα. Συνέχισα μέχρι που το νερό άρχισε να φτάνει στα γόνατα. Ήταν παγωμένο. Άρχισε να με τρώει σιγά σιγά, μέχρι που έφτασε στο στήθος μου. Εκεί πήρα μια βαθιά ανάσα και βούτηξα ολόκληρη μέσα. Σε εκείνα τα δευτερόλεπτα πίστεψα ότι η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά, πως ο εγκέφαλός μου δεν μπορούσε να επεξεργαστεί το οποιοδήποτε δεδομένο, όλες οι ζωτικές μου λειτουργίες τέθηκαν για λίγο σε αναμονή. Βγήκα στην επιφάνεια και άρχισα να βαδίζω προς την αμμουδιά. Τα χείλη μου ήταν μπλε, το σώμα μου μουδιασμένο και αισθανόμουν ότι το δέρμα μου θα σκιστεί και θα με αφήσει ξεγυμνωμένη εκεί.

Γύρισα σπίτι και μπήκα μέσα, στην μύτη μου έφτασε μια γνώριμη μυρωδιά, η αγαπημένη μου. Μέγα λάθος. Έκανα ένα καυτό μπάνιο, ξάπλωσα στο κρεβάτι και τον περίμενα να κάνει ξανά την εμφάνισή του, με αυτό το γελάκι που συνήθως έχει. Στον θυμό αναφέρομαι. Αντ' αυτού ήρθαν δάκρυα. Πολλά δάκρυα. Καυτά και λυτρωτικά.

Καυτά και λυτρωτικά..  



Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Τουλίπες

Φώτα, κάμερες, πάμε!


Κοντοστάθηκε στην πόρτα. Αυτή την φορά ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Φόρεσε το δερμάτινο τζάκετ του και το κασκόλ που του είχε κάνει δώρο. Θα πήγαινε με την μηχανή. Μέσα στο καταχείμωνο και εκείνη η νύχτα ήταν τόσο ανοιξιάτικη. Ακόμα και η μυρωδιά του αέρα είχε κάτι από άνοιξη, σαν να πήγαιναν όλα με το μέρος του.  

Εκείνη ώρα τώρα σκεφτόταν να βγει για περπάτημα. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, η θερμοκρασία ιδανική. Φόρεσε το τζιν και τα αθλητικά της. Το βλέμμα της έπεσε σε εκείνο το δώρο με το ηλίθιο περιτύλιγμα, που η ίδια πριν λίγο καιρό είχε διαλέξει. Αποφάσισε να το παρατήσει στην πόρτα του. Θα περπατούσε μέχρι εκεί, θα χτυπούσε το κουδούνι, θα το άφηνε στην πόρτα και θα παρακολουθούσε από μακριά την αντίδρασή του καθώς θα το άνοιγε. Ήταν το τέλειο σχέδιο για να ξεφορτωθεί το δώρο με το γελοίο περιτύλιγμα και να κλείσει για τα καλά αυτή την υπόθεση.

Εκείνος βγήκε από το σπίτι και ανέβηκε στην μηχανή. Φόρεσε το κράνος και έβαλε μπροστά. Σκέφτηκε να περάσει από εκείνο το ανθοπωλείο. Θα της έπαιρνε λουλούδια. Ένα τεράστιο μπουκέτο με τα αγαπημένα της. Χαμογέλασε στην ιδέα και ξεκίνησε. Δεν έβλεπε την ώρα να την αντικρύσει, να της εξηγήσει, να δει το χαμόγελο και την αντιδρασή της. Σκέφτηκε να της προτείνει να πάνε βόλτα, όπως τότε. Ήταν τόσο αποφασισμένος, θα έβαφε εκείνη την νύχτα με τα πιο ωραία χρώματα. Έφτασε στο ανθοπωλείο, αγόρασε το μπουκέτο και χαμογελώντας ανέβηκε στην μηχανή για τον τελικό προορισμό.

Εκείνη έκλεισε με κρότο την πόρτα του σπιτιού της. Κατέβηκε από τις σκάλες και ξεκίνησε να περπατά. Διάλεξε την μεγάλη διαδρομή, έτσι ώστε να έχει χρόνο να επεξεργαστεί ξανά το σχέδιό της. Επαναλάμβανε από μέσα της “Το αφήνω στην πόρτα, χτυπάω κουδούνι και φεύγω. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά”. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;! Ήξερε ότι τέτοια ώρα ήταν σπίτι. Οι παλάμες της ίδρωναν, είχε έναν κόμπο στο στομάχι. Άρχισε να βαδίζει πιο γρήγορα και η διαδρομή αυτή την φορά της φάνηκε ασυνήθιστα μικρή. Στην τελευταία στροφή, κοντοστάθηκε, δίστασε, αλλά τελικά συνέχισε. Θα το άφηνε και εκείνος δεν θα μάθαινε ποτέ τον αποστολέα. Κοίταξε τριγύρω, δεν ήταν κανένας. Έφτασε στην πόρτα, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, ο κόμπος στο στομάχι ανέβαινε σιγά σιγά όλο και πιο πάνω, τα γόνατα της έτρεμαν. Ακούμπησε την σακούλα στην πόρτα, χτύπησε το κουδούνι και έτρεξε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ένιωθε σαν κλέφτης. Κρύφτηκε πίσω από τα αμάξια και ευχόταν να μην έχει παρατηρήσει κανένας την περίεργη συμπεριφορά της. Η πόρτα δεν άνοιξε. Έδωσε άλλα 5 λεπτά.. Τίποτα. Πέρασε μισή ώρα έχοντας τα μάτια της καρφωμένα στην πόρτα, η οποία παρέμενε κλειστή, με κυριάρχο το αίσθημα ηλιθιότητας και τον κόμπο από το στομάχι να έχει ανέβει στον λαιμό και να εκδηλώνεται με ασταμάτητα δάκρυα. Θύμωσε με τον εαυτό της και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, αυτή την φορά τον σύντομο. Θύμωσε με την παιδιάστικη ενέργεια της, ένιωθε σαν λυκειόπαιδο, μα μέσα της ήξερε οτι ήταν η ανταπόκριση που δεν βρήκε, αυτό που την πείραξε περισσότερο. Ήλπιζε σε κάτι περισσότερο από αυτό το κρυφτοκυνηγητό που είχε σχεδιάσει.

Εκείνος έφτασε σπίτι της, έβγαλε το κράνος, πήρε το μπουκέτο και μπήκε στην πολυκατοικία. Ο κόμπος στο στομάχι ήταν κυρίαρχο αίσθημα εκείνο το βράδυ και για τους δυο. Φόρεσε το πιο γοητευτικό χαμόγελό του και με γοργό ρυθμό ανέβηκε τις σκάλες. Έφτασε στην πόρτα της, πρόβαρε στο μυαλό του τα λόγια που θα της έλεγε και χτύπησε το κουδούνι. Η έξαψη κορυφώθηκε. Καμία ανταπόκριση. Το χτύπησε ξανά, από μέσα δεν ακουγόταν τίποτα. Σιωπή. Περίμενε λιγάκι, ενώ το χαμόγελο σβηνόταν σιγά σιγά από το πρόσωπο. Την θέση του ενθουσιαμού πήρε η απογοήτευση, ενώ ο ίδιος αισθάνθηκε ξαφνικά γελοίος. Όχι με αυτό που είχε σχεδιάσει, αλλά που πίστεψε ότι θα έβρισκε ανταπόκριση μετά απ' όλα αυτά. Έριξε ένα βλέμμα στα λουλούδια, είχαν χάσει ξαφνικά την ομορφιά τους. Κατέβηκε αργά τις σκάλες, έφτασε στο ισόγειο, άνοιξε την εξώπορτα και με βήμα νωχελικό έφτασε στον κάδο όπου πέταξε τα λουλούδια. Φόρεσε ξανά το κράνος, χωρίς την αποφασιστικότητα και τον ενθουσιασμό που τον διέκρινε στην αρχή, έβαλε μπροστά και χάθηκε. Η νύχτα είχε χάσει την μαγεία που της είχε αποδώσει στην αρχή.

Είκοσι λεπτά αργότερα εκείνη έφτασε σπίτι της. Πρόσεξε τις όμορφες τουλίπες στον κάδο. Προσπάθησε να σκεφτεί τον λόγο που μπορεί να βρίσκονταν εκεί τα αγαπημένα της λουλούδια. Ίσως να ήταν η μοναδική όμορφη στιγμή εκείνη την νύχτα.

Να περνάτε καλά και να γελάτε δυνατά! 


Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Χόρεψε

Μου κολλάει καλύτερα όταν ξεκινάει από το 0:16, είναι φοβερό ρεμιξάκι ωστόσο, οπότε προτείνω να μπει απ΄την αρχή χωρίς δεύτερη σκέψη:



«Χόρεψε.

Σήκω όρθιος, ύψωσε το ανάστημά σου και χόρεψε. Κούνα τα χέρια σου, σύρε τα πόδια σου στο έδαφος.

Άφησε την βαρύτητα να σε τραβήξει κάτω.

Γίνε ένα με το έδαφος, σαν να θέλεις να κολλήσεις δύο πράγματα μαζί. Κουλουριάσου, σαν να μαζεύεις όλα σου τα κομμάτια για να τα ενώσεις ξανά.

Τέντωσε τα χέρια σου, σαν να αφήνεις όλη την κακή ενέργεια να βγει από το σώμα σου και όλη την θετική να μπει και να φωλιάσει εκεί για πάντα.

Κλείσε τα μάτια σαν να βλέπεις κάτι τρομερό να συμβαίνει μπροστά σου. Νιώσε την ένταση, την μουσική, το έδαφος, τον αέρα. Κάνε μια στροφή γύρω από τον άξονα σου, μην σταματήσεις κάνε κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη, μέχρι να αισθανθείς το ρεύμα του αέρα να χαϊδεύει απαλά το πρόσωπό σου και να σε κάνει να ανατριχιάσεις.

Νιώσε την ραχοκοκαλιά σου να ιδρώνει και να ανατριχιάζει όταν εξατμιστεί ο ιδρώτας.

Αναπήδησε, σαν να είσαι φτερό στον άνεμο.

…Μην γελάς. Εκτίμησε όλα τα στοιχεία. Τον αέρα, το έδαφος, την εξύψωση και την πτώση αντίστοιχα.

Άκουσε την μουσική, άφησε τον ρυθμό να σε καθοδηγήσει. Αυτός είναι που θα σε κάνει να πέσεις ή να σηκωθείς. Άκου τους στίχους, προσπάθησε να εναρμονιστείς με την μελωδία.

Να έχεις πείσμα. Να προσπαθείς, να κοπιάζεις και να μην τα παρατάς. Όταν πέφτεις να σηκώνεσαι ξανά, έτοιμος να επαναλάβεις την προηγούμενη κίνηση, έχοντας μάθει που είναι η τομή, αυτή που από το λάθος θα σε οδηγήσει στο σωστό.

Το πιο σημαντικό, μην ξεχάσεις να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Να κοιτάς τον εαυτό σου στα μάτια. Να έχεις αυτοπεποίθηση και να την δείχνεις. Εκπέμπει δυναμισμό. Και είσαι πιο δυνατός απ’ ότι νομίζεις. Σε κάνει να φαίνεσαι μεγαλειώδης.

Εξακολουθείς να γελάς.. Πιάσε το χέρι μου, θα είμαι η παρτενέρ σου για απόψε. Μέχρι να μάθεις να τα εφαρμόζεις μόνος σου όλα αυτά.»

«Και αν μπερδέψω τα βήματα;»

«Θα το πάμε πάλι απ την αρχή, μέχρι να τα μάθεις.»

«Και αν πέσω;»

«Είτε θα πέσουμε μαζί, είτε θα είμαι δίπλα για να σε σηκώσω.»

Να περνάτε καλά και να γελάτε πάντα δυνατά! 

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Οκτώβρης

Τζιζζζ αυτό το τραγούδι!


Οκτώβρης.

Η θερμοκρασία καταπληκτική.

Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει «Πάμε βόλτα; Πάμε!» απάντησε, χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα.

Αγαπημένη συνήθεια, όταν είχαν βαρεθεί την φασαρία της πόλης και ήθελαν να ξεφύγουν, να μείνουν μόνοι, να αφήσουν τα λόγια επιμέρους και να επικοινωνήσουν με τα μάτια, με το άγγιγμα, με την γλώσσα του σώματος.

Η κατεύθυνση, άγνωστη, όπως πάντα.

«Λες να ανηφορίσουμε απόψε;» ρώτησε, καθώς μπήκαν στ’ αμάξι.

«Δεν έχω πρόβλημα. Αν και ακούγεται δελεαστική ιδέα!» απάντησε.

Έβαλαν μουσική, βολεύτηκαν, η διαδρομή μικρή, αλλά αξιαγάπητη. «Όλα είναι αξιαγάπητα  σε αυτή την πόλη. Πως γίνεται;» σκεφτόταν.

Κάθισαν σε ένα απομονωμένο μέρος. Πρώτο τραπέζι πίστα. Και όλη η πόλη στο πιάτο! Το καλύτερο μεζεδάκι!

Ένα κόκκινο πέπλο σκέπαζε την πόλη, από κει πάνω φαινόταν καθαρά. Είναι τα απομεινάρια μιας γεμάτης μέρας. Μέρα γεμάτη καυσαέριο, φωνές, ένταση, θυμό, άγχος. Σαν να αρχίζουν το βράδυ να εξατμίζονται και να συσσωρεύονται σαν ένα κόκκινο σύννεφο.

Κάτω φώτα, πολλά φώτα, μεγάλα, μικρά, κίτρινα, κόκκινα, λευκά. Άλλα να αναβοσβήνουν και άλλα να μένουν σταθερά αναμμένα. Και τόνοι μπετό. Μεγάλα τέρατα, που όταν περνάς από κάτω τις νύχτες σε τρομάζουν, από κει πάνω όμως όλα φαίνονται μικρά και κανένα ίχνος φόβου δεν σου προκαλούν. Παρά μόνο θαυμασμό, μια μικρή, βαθιά εισπνοή, όταν κάτι σε συναρπάζει.

Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο.

Δυο ποδηλάτες κατέβηκαν γρήγορα την κατηφόρα, σχολίαζαν κάτι για τα σπίτια της περιοχής και μία κυρία μάζευε τα ρούχα από το μπαλκόνι.

Οι ποδηλάτες χάθηκαν μέσα στα στενά και η κυρία έκλεισε με κρότο το εξώφυλλο του παραθύρου.

«Είχε προηγηθεί μια μέρα ηλιόλουστη, φαίνεται οι ποδηλάτες θα ξέμειναν μέχρι αυτή την ώρα, μπορεί να έμειναν για να δουν και το ηλιοβασίλεμα» σκέφτηκε. «Τα ηλιοβασιλέματα εδώ πέρα, αξίζουν όλα τα λεφτά του κόσμου» είπε δυνατά.

«Ισχύει» απάντησε.

Το φεγγάρι δεν φαινόταν. Ούτε τα αστέρια, καθαρά.  Είχαν να θαυμάσουν όμως την όμορφη ζούγκλα με τα πολλά φώτα.

Η θερμοκρασία εξακολουθούσε να είναι ιδανική.

Κάτω και λίγο πιο πέρα, ένα χαμόσπιτο και ένας άνθρωπος καθόταν στην αυλή. Δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν αν ήταν άντρας ή γυναίκα, παρά μόνο όταν τον άκουσαν να μιλάει. Μιλούσε μόνος του; Όχι, μιλούσε στην γάτα του. Ένας παππούς έμενε σε εκείνο το σπιτάκι, είχε μια γάτα και την ομορφότερη θέα της πόλης! Υπερτυχερός! Είχε πιάσει το τζόκερ.

«Πόσα ηλιοβασιλέματα να έχει χαζέψει άραγε από δω πάνω..» αναλογίστηκε.

Ξαφνικά ακούστηκε μουσική. Και οι δύο ξαφνιάστηκαν.

Η μουσική ερχόταν από το χαμόσπιτο. Ο παππούς με την γάτα και την όμορφη θέα, άκουγε μουσική και μάλιστα Μητροπάνο.

Κάτι σχολίασαν και γέλασαν. Το γέλιο ακούστηκε και η μουσική χαμήλωσε ελάχιστα.

Κοιτάχτηκαν ένοχα.

Ένα αεράκι τους έκανε να τρανταχτούν.

«Μήπως να φεύγαμε;»

«Συμφωνώ!»

Ένα φιλί τους έκανε να ανατριχιάσουν.

Χαζογέλασαν.

Μπήκαν στο αμάξι και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Κάπως πιο ανακουφισμένοι, σαν να είχε φύγει η ένταση της μέρας από πάνω τους.

Αγαπούσε αυτά τα μικρά πράγματα. Τα απλά. Χωρίς πολύ μακιγιάζ, φανταχτερά ρούχα, πολυτελή μαγαζιά. Αυτές τις στιγμές, τις απλές, τις καθημερινές. Που χαράζονται στο μυαλό και δεν ξεγράφονται εύκολα.

Έπεσε στο κρεβάτι, κοιμήθηκε. Ευτυχισμέν…..

Ένα χρόνο αργότερα, όταν η ανάμνηση ήρθε ξανά στον νου, κοιμήθηκε ξανά με το ίδιο αίσθημα.

Να περνάτε καλά και να γελάτε πάντα δυνατά! 

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Καλωσήρθες!

Καλημέρα!

Ξύπνησες.

Βρίσκεσαι στο κρεβάτι σου.

Θα κλείσεις το ξυπνητήρι και θα πας στο μπάνιο.

Θα περάσεις από την κουζίνα και θα φτιάξεις καφέ.

Θα ετοιμαστείς και θα πιεις τον καφέ.

Θα κοιτάξεις έξω από το παράθυρο. Συννεφιά έχει σήμερα.

Ξενερώνεις.

Περνάς έξω από το δωμάτιο, κοιτάζεις το ακατάστατο κρεβάτι.

Νοσταλγία.

Νοσταλγία για τις μέρες που κοιμόσουν επειδή είχες μάθημα στις 12 ή επειδή έβρεχε και η βροχή αποτελεί από μόνη της μια δικαιολογία για να μην βγεις από το σπίτι. Ή καλύτερα από το κρεβάτι.
Νοσταλγία για την ανεμελιά, η οποία τελικά δεν τελειώνει στα σχολικά χρόνια, τελειώνει όταν όντως εισέλθεις στον κόσμο των ενηλίκων. Και δεν εισέρχεσαι στα 18. Ψέματα λένε. Εισέρχεσαι τότε που αρχίζεις να έχεις πραγματικές υποχρεώσεις και δεν είναι η παράδοση της εργασίας στις 23 του μήνα. Υποχρεώσεις προς εσένα και τους ανθρώπους γύρω σου.

Η μία συνέντευξη μετά την άλλη. Η απόρριψη, η απογοήτευση, ο θυμός, το πείσμα.

Η επόμενη συνέντευξη και η επιτυχία. Τα συγχαρητήρια, η χαρά, το νέο πρόγραμμα.

Οι απολαβές, μικρές ή μεγάλες. Οι δυσκολίες της δουλειάς, οι συγκρούσεις, οι συμμαχίες, οι επιτυχίες. Το διάβασμα, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά.

Η δουλειά, οι υποχρεώσεις, οι λογαριασμοί, οι υπηρεσίες, η γραφειοκρατία, ο τρόπος σκέψης.
Μια νέα θέση εργασίας, υψηλότερη, αλλά μακριά από αυτά που αγαπάς. Καινούριοι άνθρωποι, καινούριο περιβάλλον, καινούριο σπίτι, καινούρια μέρη να επισκεφτείς, νέα στέκια να αποκτήσεις, νέες συνήθειες. Όλα ξένα. Μόνο εσύ ίδιος.

Εσύ που κοιτάς αυτό το κρεβάτι, το ακατάστατο, και νοσταλγείς.

Νοσταλγία για κάτι μοναχικά βράδια, νοσταλγία για εκείνα τα βράδια που ο ύπνος εξαφανιζόταν λόγω άγχους, για εκείνα τα μεθυσμένα βράδια ή καλύτερα πρωινά, που βρισκόσουν αγκαλιά με μια λεκάνη, νοσταλγία για εκείνες τις φιλικές αγκαλιές, όταν δεν γούσταρες να γυρίσεις μόνη στο σπίτι ή για εκείνα τα παθιασμένα βράδια ή γεμάτα βρώμικο σεξ και τίποτα παραπάνω.
Τώρα πάρε το μπουφάν σου, νοστάλγησες αρκετά,  έχεις ήδη αργήσει. 

Σε περιμένουν οι υποχρεώσεις σου, έχουν στοιβαχτεί πίσω από την πόρτα.


Καλωσήρθες! 

Να περνάτε καλά και να γελάτε δυνατά! 


Και επειδή δεν μπορούσα να αποφασίσω με ποιο τραγούδι να το συνοδεύσω, ε να λοιπόν:                   





Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Γκρι.

Τα συνοδευτικά:



«Δεν θέλω ή δεν μπορώ; Είναι όλα μαύρα ή είναι άσπρα;»

«Μαύρα!» πετάχτηκε ο άλλος.

«Δεν γουστάρω τίποτα. Τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες κινήσεις, τα ίδια λόγια, οι ίδιοι δρόμοι. Δεν μπορώ και δεν θέλω! Και τα δύο μαζί. Και όταν τα προσθέτεις ξέρεις τι βγαίνει; Μαύρο! Ούτε καν γκρι.

Το παράθυρο κοιτάζει σε ένα τοίχο. Γκρι. Το χρώμα που επικρατεί μετά το μαύρο. Εμένα το γκρι δεν μ’ αρέσει. Έχει μια μουντάδα, μια θλίψη. Το μαύρο έχει ένα κύρος. Μια δύναμη. Κάποιος που χτυπάει το χέρι στο τραπέζι και επιβάλλει την τάξη.

Θα πάρω σπρέι και θα ζωγραφίσω τον γκρι τοίχο. Θα φωτίσω έτσι και ένα κομμάτι του εαυτού μου. Αυτό που σκοτείνιασε ξαφνικά. Έτσι ξαφνικά όπως γύρισαν όλα ανάποδα.

Που με το έτσι θέλω έβαψαν γκρι εκείνο το κομματάκι μου. Το μικρούλι, μην φανταστείς τεράστια ζημιά. Μια - δυο ανταύγειες, οι οποίες αρκούν για να κάνουν την δουλειά τους.

Που με το έτσι θέλω με έκλεισες σε αυτό το κουτί. Έχεις ένα μέρος ευθύνης. Και ας μην φταις. Και θα αποδώσω ευθύνη όπου θέλω εγώ. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είμαι θυμωμένος. Και όταν είμαι θυμωμένος θολώνω. Και αν πω ότι φταις για όλα, θα φταις για όλα. Και αν πω ότι φταίνε εκείνοι για όλα, θα φταίνε εκείνοι για όλα. Και θα τα έχω με όλο τον κόσμο. Γιατί μπορώ!

Την βλέπεις την άρνηση; Το γκρι την προκαλεί. Όχι εγώ στην πραγματικότητα.

Καμία φορά έχω τόση ένταση, που κλαίω. Έτσι χωρίς λόγο. Μπας και ελαφρύνω λίγο. Άλλες πάλι χτυπάω το χέρι μου στον τοίχο.

Τους βρίζω,

σε βρίζω,

με βρίζω.

Το γκρι θα ξεφτίσει κάποια στιγμή. Έτσι δεν γίνεται με τα χρωματιστά ρούχα; Τα απλώνεις στο ήλιο και πλύσιμο με το πλύσιμο το χρώμα ξεβάφει. Μάλλον πρέπει να περιμένω κι εγώ τον ήλιο. Έναν ήλιο.

Τον ήλιο μου.

Αυτόν που θα ξεβάψει το γκρι και θα αρχίσει να αγνοφαίνεται το κόκκινο από κάτω. Θα αρχίσω να είμαι πάλι εγώ.

Όμως μέχρι τότε; Θα υπομείνω το γκρι;

«Μάλλον.» ξαναπετάχτηκε ο άλλος.

«Ήλιε αργείς; Σε χρειάζομαι» συνέχισε. 

Να περνάτε καλά και να γελάτε πάντα δυνατά!
*ευχαριστώ!