Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Γκρι.

Τα συνοδευτικά:



«Δεν θέλω ή δεν μπορώ; Είναι όλα μαύρα ή είναι άσπρα;»

«Μαύρα!» πετάχτηκε ο άλλος.

«Δεν γουστάρω τίποτα. Τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες κινήσεις, τα ίδια λόγια, οι ίδιοι δρόμοι. Δεν μπορώ και δεν θέλω! Και τα δύο μαζί. Και όταν τα προσθέτεις ξέρεις τι βγαίνει; Μαύρο! Ούτε καν γκρι.

Το παράθυρο κοιτάζει σε ένα τοίχο. Γκρι. Το χρώμα που επικρατεί μετά το μαύρο. Εμένα το γκρι δεν μ’ αρέσει. Έχει μια μουντάδα, μια θλίψη. Το μαύρο έχει ένα κύρος. Μια δύναμη. Κάποιος που χτυπάει το χέρι στο τραπέζι και επιβάλλει την τάξη.

Θα πάρω σπρέι και θα ζωγραφίσω τον γκρι τοίχο. Θα φωτίσω έτσι και ένα κομμάτι του εαυτού μου. Αυτό που σκοτείνιασε ξαφνικά. Έτσι ξαφνικά όπως γύρισαν όλα ανάποδα.

Που με το έτσι θέλω έβαψαν γκρι εκείνο το κομματάκι μου. Το μικρούλι, μην φανταστείς τεράστια ζημιά. Μια - δυο ανταύγειες, οι οποίες αρκούν για να κάνουν την δουλειά τους.

Που με το έτσι θέλω με έκλεισες σε αυτό το κουτί. Έχεις ένα μέρος ευθύνης. Και ας μην φταις. Και θα αποδώσω ευθύνη όπου θέλω εγώ. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είμαι θυμωμένος. Και όταν είμαι θυμωμένος θολώνω. Και αν πω ότι φταις για όλα, θα φταις για όλα. Και αν πω ότι φταίνε εκείνοι για όλα, θα φταίνε εκείνοι για όλα. Και θα τα έχω με όλο τον κόσμο. Γιατί μπορώ!

Την βλέπεις την άρνηση; Το γκρι την προκαλεί. Όχι εγώ στην πραγματικότητα.

Καμία φορά έχω τόση ένταση, που κλαίω. Έτσι χωρίς λόγο. Μπας και ελαφρύνω λίγο. Άλλες πάλι χτυπάω το χέρι μου στον τοίχο.

Τους βρίζω,

σε βρίζω,

με βρίζω.

Το γκρι θα ξεφτίσει κάποια στιγμή. Έτσι δεν γίνεται με τα χρωματιστά ρούχα; Τα απλώνεις στο ήλιο και πλύσιμο με το πλύσιμο το χρώμα ξεβάφει. Μάλλον πρέπει να περιμένω κι εγώ τον ήλιο. Έναν ήλιο.

Τον ήλιο μου.

Αυτόν που θα ξεβάψει το γκρι και θα αρχίσει να αγνοφαίνεται το κόκκινο από κάτω. Θα αρχίσω να είμαι πάλι εγώ.

Όμως μέχρι τότε; Θα υπομείνω το γκρι;

«Μάλλον.» ξαναπετάχτηκε ο άλλος.

«Ήλιε αργείς; Σε χρειάζομαι» συνέχισε. 

Να περνάτε καλά και να γελάτε πάντα δυνατά!
*ευχαριστώ!