Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Καυτά και λυτρωτικά.

Απόψε θα με συνοδεύσει ο Moby


Χθες το βράδυ με ακολούθησε ως το κρεβάτι.

Ήρθε και ξάπλωσε μαζί μου, με φίλησε για καληνύχτα, με σκέπασε και ίσως με αγκάλιασε, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, απλά η παρουσία του ήταν έντονα αισθητή. Προσπαθούσε μέρες τώρα να με πλησιάσει αλλά έβρισκα διάφορες δικαιολογίες για να τον αποφύγω, να τον κάνω να αλλάξει γνώμη, μα χθες με βρήκε εντελώς απροετοίμαστη.

Και τελικά πήρε αυτό που ήθελε.

Με κράτησε για ώρες με τα μάτια ανοιχτά, ξάγρυπνα και τους παλμούς μου να χτυπάνε κόκκινο. Ο θυμός, γι αυτόν μιλάω. Μπορώ να πω πως δεν έρχεται συχνά πια, μα όταν έρχεται με αναστατώνει. Σαν χθες. Μου κλείνει τα μάτια με ένα αθώο, λευκό μαντήλι και κάποιες φορές, το δένει τόσο σφιχτά, που νομίζω πως θα γίνει ένα με τις οφθαλμικές κόγχες. Αισθάνομαι τους παλμούς μου να χτυπάνε στους κροτάφους και να με κυριεύει εκείνο το αίσθημα, να με κρατά σε εγρήγορση και να έχω μια ένταση αδυνατώντας να την διοχετεύσω οπουδήποτε.

Και μετά, αφού έχει πάρει αυτό που θέλει, λύνει το μαντήλι, οι παλμοί επιστρέφουν στο κανονικό, η ένταση εξαφανίζεται, με φιλάει γλυκά και με αφήνει να κοιμηθώ, ψιθυρίζοντας μου πως θα ξανάρθει. Μα είμαι εξαντλημένη για να του φέρω την οποιαδήποτε αντίρρηση. Εξαντλημένη ψυχικά.

Απόγνωση.

Άλλες πάλι με οδηγεί να κάνω ανεξήγητα πράγματα. Όπως προχθές. Με οδήγησε στο αμάξι και με έστειλε στην πιο μακρινή θάλασσα, έτσι ώστε αν με αναζητήσεις, να μην μπορέσεις πρακτικά να με βρεις. Αυτό δεν ξέρω αν όντως το σκέφτηκε εκείνος. Ίσως το σκέφτηκα εγώ. Δηλαδή έστω και αν με αναζητήσεις, να μην μπορώ να ανταποκριθώ, τουλάχιστον σύντομα.

Μίλησες για παράνοια;

Έφτασα σε εκείνη την θάλασσα και πάρκαρα. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Έβγαλα τα ρούχα και έμεινα με τα εσώρουχα. Η θάλασσα με κοιτούσε και ήταν αγριεμένη. Προσπαθούσα να καταλάβω αν τα είχε βάλει μαζί μου, μαζί σου ή και με τους δυο μας. Κανονικά εγώ θα 'πρεπε να μουν αγριεμένη μαζί της. Μου χρωστούσε το καλοκαίρι μας. Την κοίταξα και άρχισα να βαδίζω προς το μέρος της με γοργό βήμα. Από την στεγνή, έφτασα στην βρεγμένη άμμο, εκεί που μόλις σκάει το κύμα. Συνέχισα μέχρι που το νερό άρχισε να φτάνει στα γόνατα. Ήταν παγωμένο. Άρχισε να με τρώει σιγά σιγά, μέχρι που έφτασε στο στήθος μου. Εκεί πήρα μια βαθιά ανάσα και βούτηξα ολόκληρη μέσα. Σε εκείνα τα δευτερόλεπτα πίστεψα ότι η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά, πως ο εγκέφαλός μου δεν μπορούσε να επεξεργαστεί το οποιοδήποτε δεδομένο, όλες οι ζωτικές μου λειτουργίες τέθηκαν για λίγο σε αναμονή. Βγήκα στην επιφάνεια και άρχισα να βαδίζω προς την αμμουδιά. Τα χείλη μου ήταν μπλε, το σώμα μου μουδιασμένο και αισθανόμουν ότι το δέρμα μου θα σκιστεί και θα με αφήσει ξεγυμνωμένη εκεί.

Γύρισα σπίτι και μπήκα μέσα, στην μύτη μου έφτασε μια γνώριμη μυρωδιά, η αγαπημένη μου. Μέγα λάθος. Έκανα ένα καυτό μπάνιο, ξάπλωσα στο κρεβάτι και τον περίμενα να κάνει ξανά την εμφάνισή του, με αυτό το γελάκι που συνήθως έχει. Στον θυμό αναφέρομαι. Αντ' αυτού ήρθαν δάκρυα. Πολλά δάκρυα. Καυτά και λυτρωτικά.

Καυτά και λυτρωτικά..  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου