Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Για λίγο.

                                     Μουσική υπόκρουση πρακαλώ:






«Τι με κοιτάζεις έτσι τελείωσε», είπε.

«Σήκω, ετοίμασε τα πράγματά σου, πρέπει να φύγεις.»

«Ντύσου, πάρε μαζί τις αναμνήσεις και τις σκέψεις σου, όχι όμως όλες. Άφησε μερικές στο συρτάρι και αυτές που είναι πεταμένες πάνω στην καρέκλα. Σκεπασέ τες με ένα σεντόνι να μην σκονιστούν αν θέλεις. Λευκό κατά προτίμηση, όπως στις ταινίες.

Οι αναμνήσεις εδώ θα είναι δεν θα φύγουν, εκτός και αν εσύ θέλεις να τις διώξεις. Δεν υπάρχει λόγος όμως. Είναι πολύτιμος θησαυρός. Μαζί με άτομα που αγαπάς τις έχτισες και γέμισαν ζωντάνια τα ντουβάρια. Μην τις διώξεις. Είναι πανέμορφες και το ξέρεις.

Μην έχεις κατεβασμένα μούτρα. Χαμογέλα. Δεν σ’ αρέσει που φεύγεις, το ξέρω.  Ποτέ δεν σου άρεσε. Αυτή τη φορά περισσότερο.

Το γιατί το ξέρεις, δεν θα στο πω. Δεν θέλω να στο θυμίζω συνεχώς. Είναι δύσκολο, αλλά θα γινόταν. Το ήξερες απ’ την αρχή, όλοι το ξέραμε.

Βγες μια βόλτα, μια τελευταία βόλτα. Θα σου φανούν όλα διαφορετικά. Ακόμα και όσα σε εκνεύριζαν θα είναι όμορφα.

Ο αέρας, οι ήχοι, οι μυρωδιές, τα κτίρια, οι άνθρωποι.

Είναι καλό να φύγεις για λίγο. Για να λείψεις και να σου λείψει. Να εκτιμήσεις ότι είχες και να έχεις την ευκαιρία για μια τελευταία φορά να επανορθώσεις. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ίσως να μην έχεις άλλη ευκαιρία.

Θα αλλάξεις παραστάσεις, θα ξεχαστείς και θα γυρίσεις πίσω πάλι δυναμικά και με όρεξη, όπως πάντα άλλωστε.

Δεν θα περάσεις και ιδιαίτερα άσχημα. Καλοκαίρι έρχεται. Άλλη φάση.

Άντε!

Αφού βαθιά μέσα σου το ξέρεις ότι δεν σε παίρνει άλλο. Αυτό ήθελες, γιατί διστάζεις τώρα? Αυτό είχες ανάγκη και εξακολουθείς να έχεις.

Ένα διάλειμμα είναι όπως στο σχολείο. Τελευταίο διάλειμμα και πάμε στην 6η ώρα. Όχι για καλλιτεχνικά όμως ή θρησκευτικά.

Μέχρι τότε έχεις πολύ καιρό. Πολλές μέρες. Πολλές ώρες.

Άνοιξε την βαλίτσα και βάλε μέσα όλα τα αγαπημένα σου ρούχα. Τις αγαπημένες σου αναμνήσεις και τα πρόχειρα σχέδια που περιμένουν να τα οργανώσεις. Φόρα το χαμόγελό σου, βάλε και λίγο κραγιόν αν σου αρέσει. Τα μαλλιά σου λυτά, φόρα και το άρωμά σου. Η αγαπημένη σου μουσική να παίζει μέσα σου και φύγαμε!

Τώρα μάλιστα! Κλείσε τα φώτα και κλείδωσε την πόρτα. Όλα θα είναι έτσι όπως τα άφησες. Το υπόσχομαι.

Βγες έξω και ατένισε με όρεξη αυτό που έρχεται.

Είδες?»

Πι.Ες: αποκτήσαμε αδερφάκι! http://vivistav.tumblr.com/

Να περνάτε καλά και να γελάτε δυνατά!

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Το άδειο σπίτι και τα δύο εγώ.

Πατήστε πλέι:


Άνοιξε απότομα τα μάτια, είχε ξημερώσει, έβλεπε όνειρο.

Ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο, είχε ξεχάσει να κλείσει το εξώφυλλο την προηγούμενη.

Απ’ έξω ακουγόταν ησυχία. Μια τρομακτική αλλά ταυτόχρονα ωραία ησυχία.
Σηκώθηκε αναμαλλιασμένη.


Πονούσε.
Παντού.
Από πάνω μέχρι κάτω. «Θα κρύωσα», σκέφτηκε.

Βγήκε από το δωμάτιο. Περπάτησε προς τον διάδρομο. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του μπάνιου.

Έχασε τα λόγια της. Έβλεπε το είδωλό της με σάρκα και οστά. «Πως γίνεται?!», σκέφτηκε έκπληκτη.

Κατέβασε το βλέμμα στο χέρι της. Κοίταξε καλά. Μπορούσε να δει μέσα από αυτό. Ήταν διαφανές!
Ολόκληρη! Μπορούσε να δει μέσα από το σώμα της. Σαν να ‘ταν ένα γυαλί, σχηματισμένο με την σιλουέτα της.
Άρχισε να πανικοβάλλεται. Προχώρησε προς το σαλόνι. Το είδωλο της  την ακολούθησε.

Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Σκόνη αιωρούνταν στον αέρα. «Τι στο καλό?» λέει.

Το σπίτι ήταν άδειο. Στην κυριολεξία. Τα έπιπλα δεν υπήρχαν. Είχαν εξαφανιστεί.  Υπήρχε μόνο εκείνη και το είδωλο της.

Έτρεξε πίσω στο δωμάτιο. Το κρεβάτι δεν ήταν εκεί, υπήρχε μόνο το στρώμα του. «Μα πως?», ψέλλισε και κοίταξε το είδωλο της που στεκόταν ακριβώς από πίσω. Εκείνο είχε ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

 Έκανε να το αγγίξει, αλλά δεν μπορούσε.

Όχι, δεν έφταιγε εκείνο. Αυτό ήταν εκεί, με σάρκα και οστά, εκείνη ήταν μία οπτασία. Ένα όραμα. Ένα όραμα που αισθανόταν. Ένα όραμα που τα είχε χαμένα, δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί.

Γιατί το σπίτι είναι άδειο? Γιατί τόση σκόνη? Γιατί τόση ησυχία απ’ έξω? Που πήγαν όλοι? Γιατί είμαι έτσι? Γιατί υπάρχουν δύο Εγώ? Γιατί το ένα είναι υπαρκτό ενώ εγώ όχι? Γιατί εγώ αισθάνομαι ενώ εκείνο όχι?

Όλες αυτές οι σκέψεις διαπερνούσαν το μυαλό της. Την βασάνιζαν. Τα μάτια της υγράθηκαν.

Άρχισε να ψάχνει σε όλους τους χώρους του σπιτιού να βρει κάτι. Κάτι μικρό, κάτι που θα είναι κρυμμένο καλά στα κουφώματα στις πόρτες και εκείνη δεν το βλέπει. Οτιδήποτε! Έψαχνε σαν μανιακή.

Το είδωλο προχώρησε προς το μέρος της. Της χαμογέλασε και της έκανε ένα νεύμα να το ακολουθήσει. Εκείνη δεν ήθελε.

Το είδωλο προχώρησε προς την εξώπορτα. Εκείνη το κοίταξε σαστισμένη. «Που πας?», φωνάζει. Της  χαμογέλασε ξανά, της έκανε ένα τελευταίο νεύμα και βγήκε αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα.

Εκείνη έτρεξε ξωπίσω του.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έβγαλε το κεφάλι έξω. Μια ωραία μυρωδιά υπήρχε στον αέρα και  μουσική ακουγόταν από το βάθος. Είχε αεράκι και ήλιο.
Κοίταξε πάλι το άδειο σπίτι. Δεν ήξερε τι να κάνει.

Πώς να το αφήσει? Το αγαπούσε…

Πόσο δύσκολο να αποφασίσει..

Στάθηκε στην πόρτα και περίμενε…..

Να περνάτε καλά και να γελάτε δυνατά!