Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Οκτώβρης

Τζιζζζ αυτό το τραγούδι!


Οκτώβρης.

Η θερμοκρασία καταπληκτική.

Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει «Πάμε βόλτα; Πάμε!» απάντησε, χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα.

Αγαπημένη συνήθεια, όταν είχαν βαρεθεί την φασαρία της πόλης και ήθελαν να ξεφύγουν, να μείνουν μόνοι, να αφήσουν τα λόγια επιμέρους και να επικοινωνήσουν με τα μάτια, με το άγγιγμα, με την γλώσσα του σώματος.

Η κατεύθυνση, άγνωστη, όπως πάντα.

«Λες να ανηφορίσουμε απόψε;» ρώτησε, καθώς μπήκαν στ’ αμάξι.

«Δεν έχω πρόβλημα. Αν και ακούγεται δελεαστική ιδέα!» απάντησε.

Έβαλαν μουσική, βολεύτηκαν, η διαδρομή μικρή, αλλά αξιαγάπητη. «Όλα είναι αξιαγάπητα  σε αυτή την πόλη. Πως γίνεται;» σκεφτόταν.

Κάθισαν σε ένα απομονωμένο μέρος. Πρώτο τραπέζι πίστα. Και όλη η πόλη στο πιάτο! Το καλύτερο μεζεδάκι!

Ένα κόκκινο πέπλο σκέπαζε την πόλη, από κει πάνω φαινόταν καθαρά. Είναι τα απομεινάρια μιας γεμάτης μέρας. Μέρα γεμάτη καυσαέριο, φωνές, ένταση, θυμό, άγχος. Σαν να αρχίζουν το βράδυ να εξατμίζονται και να συσσωρεύονται σαν ένα κόκκινο σύννεφο.

Κάτω φώτα, πολλά φώτα, μεγάλα, μικρά, κίτρινα, κόκκινα, λευκά. Άλλα να αναβοσβήνουν και άλλα να μένουν σταθερά αναμμένα. Και τόνοι μπετό. Μεγάλα τέρατα, που όταν περνάς από κάτω τις νύχτες σε τρομάζουν, από κει πάνω όμως όλα φαίνονται μικρά και κανένα ίχνος φόβου δεν σου προκαλούν. Παρά μόνο θαυμασμό, μια μικρή, βαθιά εισπνοή, όταν κάτι σε συναρπάζει.

Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο.

Δυο ποδηλάτες κατέβηκαν γρήγορα την κατηφόρα, σχολίαζαν κάτι για τα σπίτια της περιοχής και μία κυρία μάζευε τα ρούχα από το μπαλκόνι.

Οι ποδηλάτες χάθηκαν μέσα στα στενά και η κυρία έκλεισε με κρότο το εξώφυλλο του παραθύρου.

«Είχε προηγηθεί μια μέρα ηλιόλουστη, φαίνεται οι ποδηλάτες θα ξέμειναν μέχρι αυτή την ώρα, μπορεί να έμειναν για να δουν και το ηλιοβασίλεμα» σκέφτηκε. «Τα ηλιοβασιλέματα εδώ πέρα, αξίζουν όλα τα λεφτά του κόσμου» είπε δυνατά.

«Ισχύει» απάντησε.

Το φεγγάρι δεν φαινόταν. Ούτε τα αστέρια, καθαρά.  Είχαν να θαυμάσουν όμως την όμορφη ζούγκλα με τα πολλά φώτα.

Η θερμοκρασία εξακολουθούσε να είναι ιδανική.

Κάτω και λίγο πιο πέρα, ένα χαμόσπιτο και ένας άνθρωπος καθόταν στην αυλή. Δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν αν ήταν άντρας ή γυναίκα, παρά μόνο όταν τον άκουσαν να μιλάει. Μιλούσε μόνος του; Όχι, μιλούσε στην γάτα του. Ένας παππούς έμενε σε εκείνο το σπιτάκι, είχε μια γάτα και την ομορφότερη θέα της πόλης! Υπερτυχερός! Είχε πιάσει το τζόκερ.

«Πόσα ηλιοβασιλέματα να έχει χαζέψει άραγε από δω πάνω..» αναλογίστηκε.

Ξαφνικά ακούστηκε μουσική. Και οι δύο ξαφνιάστηκαν.

Η μουσική ερχόταν από το χαμόσπιτο. Ο παππούς με την γάτα και την όμορφη θέα, άκουγε μουσική και μάλιστα Μητροπάνο.

Κάτι σχολίασαν και γέλασαν. Το γέλιο ακούστηκε και η μουσική χαμήλωσε ελάχιστα.

Κοιτάχτηκαν ένοχα.

Ένα αεράκι τους έκανε να τρανταχτούν.

«Μήπως να φεύγαμε;»

«Συμφωνώ!»

Ένα φιλί τους έκανε να ανατριχιάσουν.

Χαζογέλασαν.

Μπήκαν στο αμάξι και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Κάπως πιο ανακουφισμένοι, σαν να είχε φύγει η ένταση της μέρας από πάνω τους.

Αγαπούσε αυτά τα μικρά πράγματα. Τα απλά. Χωρίς πολύ μακιγιάζ, φανταχτερά ρούχα, πολυτελή μαγαζιά. Αυτές τις στιγμές, τις απλές, τις καθημερινές. Που χαράζονται στο μυαλό και δεν ξεγράφονται εύκολα.

Έπεσε στο κρεβάτι, κοιμήθηκε. Ευτυχισμέν…..

Ένα χρόνο αργότερα, όταν η ανάμνηση ήρθε ξανά στον νου, κοιμήθηκε ξανά με το ίδιο αίσθημα.

Να περνάτε καλά και να γελάτε πάντα δυνατά! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου