Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Κουτί.

Έχω δύο μουσικές επιλογές οι οποίες συνοψίζονται ως εξής:
1.


2.

*προτείνω ανεπιφύλακτα την δεύτερη.

“Μπλέκεσαι κάτι Σάββατα που πάω ν' ανασάνω”, δυσφορώ και αυτή η δυσφορία προέρχεται εξαιτίας σου. Το μυαλό μου έχει γίνει συρματόπλεγμα, τόσο μπερδεμένο και οι σκέψεις σαν σίδερα τόσο δυνατές, δεν μπορώ εύκολα να τις ξεριζώσω.

Έχω μπροστά μου ένα τεράστιο τροπικό δάσος, με πολλά και γέρικα δέντρα, έχουν τεράστιους κορμούς και τόσο πυκνό φύλλωμα που το φως του ήλιου δεν μπορεί να φτάσει στο έδαφος. Εγώ όμως ξέρεις τι κάνω; Έχω επικεντρωθεί στο δέντρο και έχω ξεχάσει το δάσος. Μου έχουν δώσει το απεριόριστο να κάνω ότι θέλω μέσα στο δάσος, όμως εγώ έχω επιλέξει εκείνο το δεντράκι, κάθομαι στο πλάι του, του ρίχνω νερό, το φροντίζω, όταν έχει αέρα το προστατεύω, βάζοντας στηρίγματα στον κορμό του, έτσι ώστε να μην λυγίσει και σπάσει. Στο πολύ κρύο προσπαθώ να το κρατάω ζεστό, ενώ αντίθετα στην ζέστη, εγώ φροντίζω για την ενυδάτωση του.

Κάπως έτσι είναι και η ζούγκλα του μυαλού μου. Έχω φτιάξει ένα κουτί και ζω μέσα σε αυτό. Έχω χρωματίσει στα πλαινά, τους υποτιθέμενους τοίχους, παράθυρα τα οποία βλέπουν σε ηλιόλουστα τοπία, υποτιθέμενα και αυτά, και στο ταβάνι του κουτιού, έχω χρωματίσει έναν γαλάζιο ουρανό με έναν υποτιθέμενο ήλιο. Για τις νύχτες έχω φτιάξει ένα μουσαμά με χρώμα μπλε σκούρο, με μικρά αστεράκια, σαν αυτά που είχαμε στο παιδικό μας δωμάτιο και έφεγγαν την νύχτα. Ζω σε αυτό το κουτί, απομονωμένος, μακριά από συγκινήσεις που μπορεί να χαλάσουν ή να σκεπάσουν τις ήδη υπάρχουσες. Θέλω να ζω μόνο με αυτές. Με τις παλιές μου αναμνήσεις. Αυτές αποτελούν την μοναδική πηγή χαράς τον τελευταίο καιρό.

Υπάρχουν βέβαια και στιγμές που επανέρχομαι στην πραγματικότητα, βγαίνω από το κουτί μου, αφήνω το μικρό μου δεντράκι και χαίρομαι το δάσος, χαίρομαι την ζωή στον δρόμο, την συναναστροφή με τους ανθρώπους, την πόλη, τα απλά και καθημερινά πράγματα. Γίνομαι πάλι ο εαυτός μου, ο χαρούμενος όμως. Και τότε διαπιστώνω την παθητικότητα που με έχει τυλίξει με τον όμορφο μανδύα της και ξέρεις πόσο με θλίβει αυτή η παθητικότητα; Πολύ. Αν με έβλεπες έτσι τι θα ελεγες; Θα έκανες το καραγκιοζάκι για να με συνεφέρεις.

Και εκείνη ακριβώς την στιγμή κάνω το λάθος. Και μονομιάς επιστρέφω στην απομόνωση. Αυτή που μόνος μου δημιούργησα. Την γέννησα, την μεγάλωσα, την έθρεψα και εγώ ο ίδιος της έδωσα το δικαίωμα να με κάνει ότι θέλει. Και εκείνη είναι γλυκιά και όμορφη. Με πιάνει απο το χέρι και με οδηγεί στο δωμάτιο της. Με κάνει δικό της. Και όταν ξυπνάω βρίσκομαι στο κουτί μου. Ξανά. Με τον υποτιθέμενο ήλιο να λάμπει στο υποτιθέμενο ταβάνι και εκείνη να χαζεύει το υποτιθέμενο τοπίο, από το υποτιθέμενο παράθυρο.