Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Το άδειο σπίτι και τα δύο εγώ.

Πατήστε πλέι:


Άνοιξε απότομα τα μάτια, είχε ξημερώσει, έβλεπε όνειρο.

Ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο, είχε ξεχάσει να κλείσει το εξώφυλλο την προηγούμενη.

Απ’ έξω ακουγόταν ησυχία. Μια τρομακτική αλλά ταυτόχρονα ωραία ησυχία.
Σηκώθηκε αναμαλλιασμένη.


Πονούσε.
Παντού.
Από πάνω μέχρι κάτω. «Θα κρύωσα», σκέφτηκε.

Βγήκε από το δωμάτιο. Περπάτησε προς τον διάδρομο. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του μπάνιου.

Έχασε τα λόγια της. Έβλεπε το είδωλό της με σάρκα και οστά. «Πως γίνεται?!», σκέφτηκε έκπληκτη.

Κατέβασε το βλέμμα στο χέρι της. Κοίταξε καλά. Μπορούσε να δει μέσα από αυτό. Ήταν διαφανές!
Ολόκληρη! Μπορούσε να δει μέσα από το σώμα της. Σαν να ‘ταν ένα γυαλί, σχηματισμένο με την σιλουέτα της.
Άρχισε να πανικοβάλλεται. Προχώρησε προς το σαλόνι. Το είδωλο της  την ακολούθησε.

Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Σκόνη αιωρούνταν στον αέρα. «Τι στο καλό?» λέει.

Το σπίτι ήταν άδειο. Στην κυριολεξία. Τα έπιπλα δεν υπήρχαν. Είχαν εξαφανιστεί.  Υπήρχε μόνο εκείνη και το είδωλο της.

Έτρεξε πίσω στο δωμάτιο. Το κρεβάτι δεν ήταν εκεί, υπήρχε μόνο το στρώμα του. «Μα πως?», ψέλλισε και κοίταξε το είδωλο της που στεκόταν ακριβώς από πίσω. Εκείνο είχε ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

 Έκανε να το αγγίξει, αλλά δεν μπορούσε.

Όχι, δεν έφταιγε εκείνο. Αυτό ήταν εκεί, με σάρκα και οστά, εκείνη ήταν μία οπτασία. Ένα όραμα. Ένα όραμα που αισθανόταν. Ένα όραμα που τα είχε χαμένα, δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί.

Γιατί το σπίτι είναι άδειο? Γιατί τόση σκόνη? Γιατί τόση ησυχία απ’ έξω? Που πήγαν όλοι? Γιατί είμαι έτσι? Γιατί υπάρχουν δύο Εγώ? Γιατί το ένα είναι υπαρκτό ενώ εγώ όχι? Γιατί εγώ αισθάνομαι ενώ εκείνο όχι?

Όλες αυτές οι σκέψεις διαπερνούσαν το μυαλό της. Την βασάνιζαν. Τα μάτια της υγράθηκαν.

Άρχισε να ψάχνει σε όλους τους χώρους του σπιτιού να βρει κάτι. Κάτι μικρό, κάτι που θα είναι κρυμμένο καλά στα κουφώματα στις πόρτες και εκείνη δεν το βλέπει. Οτιδήποτε! Έψαχνε σαν μανιακή.

Το είδωλο προχώρησε προς το μέρος της. Της χαμογέλασε και της έκανε ένα νεύμα να το ακολουθήσει. Εκείνη δεν ήθελε.

Το είδωλο προχώρησε προς την εξώπορτα. Εκείνη το κοίταξε σαστισμένη. «Που πας?», φωνάζει. Της  χαμογέλασε ξανά, της έκανε ένα τελευταίο νεύμα και βγήκε αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα.

Εκείνη έτρεξε ξωπίσω του.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έβγαλε το κεφάλι έξω. Μια ωραία μυρωδιά υπήρχε στον αέρα και  μουσική ακουγόταν από το βάθος. Είχε αεράκι και ήλιο.
Κοίταξε πάλι το άδειο σπίτι. Δεν ήξερε τι να κάνει.

Πώς να το αφήσει? Το αγαπούσε…

Πόσο δύσκολο να αποφασίσει..

Στάθηκε στην πόρτα και περίμενε…..

Να περνάτε καλά και να γελάτε δυνατά!
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου